δασκάλεμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δασκάλεμα ουδέτερο
- το να δίνει κάποιος συμβουλές και νουθεσίες
- η προετοιμασία κάποιου ώστε να δώσει με πειστικό τρόπο συγκεκριμένες και πιθανόν ψευδείς απαντήσεις
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δασκάλεμα
|