δαχτύλι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δαχτύλι < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δαχτύλι ουδέτερο
- (κρητική διάλεκτος) το δάχτυλο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δαχτύλι
|