δεδικασμένο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ðe.ði.kaˈzme.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δε‐δι‐κα‐σμέ‐νο

Ετυμολογία 1[επεξεργασία]

δεδικασμένο: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο της μετοχής δεδικασμένος: αρχαία ελληνική δεδικασμένον, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος δικάζω (ουδέτερο), μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική chose jugée[1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

δεδικασμένο ουδέτερο

  1. (νομικός όρος) η δέσμευση που απορρέει από μια τελεσίδικη δικαστική απόφαση
  2. (νομικός όρος) δικαστική απόφαση που δεν μπορεί να ακυρωθεί από άλλη και αποτελεί νόμο για την έκδοση απόφασης σε παρόμοια υπόθεση
    το δεδικασμένο μεταξύ διαδίκων

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2[επεξεργασία]

δεδικασμένο: κλτικός τύπος

Κλιτικός τύπος μετοχής[επεξεργασία]

δεδικασμένο

Αναφορές[επεξεργασία]