δεκανέας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η δεκανέας οι δεκανείς
      γενική του
του/της
δεκανέα
δεκανέως
των δεκανέων
    αιτιατική τον/τη δεκανέα τους/τις δεκανείς
     κλητική δεκανέα δεκανείς
Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό.
Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος.
Κατηγορία όπως «συγγραφέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δεκανέας < δεκανεύς < δεκανός < δεκανία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

δεκανέας αρσενικό ή θηλυκό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]