δενδροκόμος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Δενδροκόμος σε ώρα δουλειάς
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η δενδροκόμος οι δενδροκόμοι
      γενική του/της δενδροκόμου των δενδροκόμων
    αιτιατική τον/τη δενδροκόμο τους/τις δενδροκόμους
     κλητική δενδροκόμε δενδροκόμοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δενδροκόμος < δενδροκομ(ία) + -ος, (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική arboriculteur. Δείτε και ελληνιστική κοινή δενδροκόμος (που φροντίζει τα δέντρα)[1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

δενδροκόμος αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]