δενδροστοιχία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δενδροστοιχία θηλυκό
- μια σειρά από δέντρα φυτεμένα κατά μήκος ενός δρόμου, πεζόδρομου, (αλέας) κλπ
- Την αντικατάσταση της δενδροστοιχίας στο νότιο πεζοδρόμιο της Ναυαρίνου, μαζί με τα έργα ανακατασκευής του, θα συζητήσει το Δημοτικό Συμβούλιο Καλαμάτας (από την καθημερινή μεσσηνιακή εφημερίδα ΘΑΡΡΟΣ, 3 Μαρτίου 2010)