δενδρόκηπος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δενδρόκηπος < δένδρον + κῆπος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

δενδρόκηπος αρσενικό