δεξαμενίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δεξαμενίζω < δεξαμενή + -ίζω ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική dock)

Ρήμα[επεξεργασία]

δεξαμενίζω

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]