δηκτικότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δηκτικότητα < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα δηκτικότης από την αιτιατική ενικού σε -ότητα < δηκτικός < → δείτε το αρχαίο ρήμα δάκνω (δαγκώνω)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δηκτικότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του δηκτικού, του πειραχτικού ή προσβλητικού
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δηκτικότητα
Πηγές[επεξεργασία]
- δηκτικότητα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σάλπιγγα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ότητα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)