δημιουργισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο δημιουργισμός οι δημιουργισμοί
      γενική του δημιουργισμού των δημιουργισμών
    αιτιατική τον δημιουργισμό τους δημιουργισμούς
     κλητική δημιουργισμέ δημιουργισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δημιουργισμός < δημιουργ(ία) + -ισμός, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική creationism

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

δημιουργισμός αρσενικό

  • (θρησκεία) η θρησκευτική πίστη πως το σύμπαν και η ζωή δημιουργήθηκε από μια θεϊκή οντότητα, απορρίπτοντας τις επιστημονικές εξηγήσεις σχετικά με τη δημουργία του κόσμου[1][2]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. ορισμός από τη Βικιπαίδεια - Δημιουργισμός
  2. Η θεωρία του Δημιουργισμού, απειλή για την εκπαίδευση και τον κοσμικό χαρακτήρα της ΕΕ [1]