δημογραφία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δημογραφία οι δημογραφίες
      γενική της δημογραφίας των δημογραφιών
    αιτιατική τη δημογραφία τις δημογραφίες
     κλητική δημογραφία δημογραφίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δημογραφία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική démographie < αρχαία ελληνική δῆμος + γράφω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

δημογραφία θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]