δημοδιδάσκαλος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο δημοδιδάσκαλος οι δημοδιδάσκαλοι
      γενική του δημοδιδασκάλου
δημοδιδάσκαλου
των δημοδιδασκάλων
    αιτιατική τον δημοδιδάσκαλο τους δημοδιδασκάλους
     κλητική δημοδιδάσκαλε δημοδιδάσκαλοι
Κατηγορία όπως «όροφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δημοδιδάσκαλος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή δημοδιδάσκαλος[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ði.mo.ðiˈða.ska.los/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δη‐μο‐δι‐δά‐σκα‐λος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

δημοδιδάσκαλος αρσενικό (θηλυκό δημοδιδασκάλισσα)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]