δημοσιοποίηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δημοσιοποίηση οι δημοσιοποιήσεις
      γενική της δημοσιοποίησης* των δημοσιοποιήσεων
    αιτιατική τη δημοσιοποίηση τις δημοσιοποιήσεις
     κλητική δημοσιοποίηση δημοσιοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, δημοσιοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δημοσιοποίηση < δημοσιοποιώ + -ση

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ði.mo.si.oˈpi.i.si/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

δημοσιοποίηση θηλυκό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]