διάνυσμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διάνυσμα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διάνυσμα < αρχαία ελληνική διανύω < διά- + ἀνύω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
διάνυσμα ουδέτερο
- (φυσική, μηχανική) ποσότητα που έχει μέτρο και κατεύθυνση
- (μαθηματικά, γραμμική άλγεβρα) στοιχείο διανυσματικού χώρου
- (μαθηματικά, γεωμετρία) προσανατολισμένο ευθύγραμμο τμήμα
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όνομα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα διά- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φυσική (νέα ελληνικά)
- Μαθηματικά (νέα ελληνικά)
- Γεωμετρία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)