διάφραγμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το διάφραγμα τα διαφράγματα
      γενική του διαφράγματος των διαφραγμάτων
    αιτιατική το διάφραγμα τα διαφράγματα
     κλητική διάφραγμα διαφράγματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
αντισυλληπτικό διάφραγμα

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διάφραγμα < αρχαία ελληνική διάφραγμα < διαφράσσω < φράσσω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈði̯a.fɾaɣ.ma/ & /ˈðʝa.fɾaɣ.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: διά‐φραγ‐μα ή δι‐ά‐φραγ‐μα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

διάφραγμα ουδέτερο

  1. (ανατομία) λεπτή μεμβράνη που χωρίζει το θώρακα από την κοιλιά ή διαχωρίζει άλλα όργανα
  2. λεπτή μεμβράνη σε μηχανισμούς που διαχωρίζει τμήματά τους
  3. (χημεία) περατή ή ημιπερατή μεμβράνη σε χημικά πειράματα
  4. αντισυλληπτική συσκευή που τοποθετείται από τη γυναίκα στον κόλπο της πριν την σεξουαλική επαφή
  5. (φωτογραφία) το μέγεθος της οπής που ανοίγει μεταξύ φακού και αισθητήρα / φιλμ, για να περάσει το φως
    Με τόσο χαμηλό φωτισμό πρέπει να βάλεις το μεγαλύτερο διάφραγμα που επιτρέπει η φωτογραφική σου μηχανή.
  6. (αρχιτεκτονική) τοίχος που χωρίζει δύο χώρους
     συνώνυμα: μεσότοιχος

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]