διαβάζοντας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
διαβάζοντας άκλιτο
- μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος διαβάζω
- ↪ Δεν θα μπεις στο Πανεπιστήμιο παίζοντας, αλλά διαβάζοντας.
- ↪ Ξεχάστηκα διαβάζοντας.