διαβάθμιση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | διαβάθμιση | οι | διαβαθμίσεις |
γενική | της | διαβάθμισης* | των | διαβαθμίσεων |
αιτιατική | τη | διαβάθμιση | τις | διαβαθμίσεις |
κλητική | διαβάθμιση | διαβαθμίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, διαβαθμίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διαβάθμιση < διαβάθμισις < διαβαθμίζω + -σις < βαθμός ((μεταφραστικό δάνειο) (γαλλικά) graduation)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
διαβάθμιση θηλυκό
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- διαβαθμίζω
- → δείτε τη λέξη βαθμός