διαβιβρώσκω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διαβιβρώσκω < αρχαία ελληνική διαβιβρώσκω < διά + βιβρώσκω
Ρήμα[επεξεργασία]
διαβιβρώσκω
- (αρχαιοπρεπές) άλλη μορφή του διαβρώνω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διαβιβρώσκω
|