διαγωνίως

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διαγωνίως < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διαγωνίως. Συγχρονικά αναλύεται σε διαγώνι(ος) + -ως.

Επίρρημα[επεξεργασία]

διαγωνίως

Πηγές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διαγωνίως < διαγώνι(ος) + -ως

Επίρρημα[επεξεργασία]

διαγωνίως

Πηγές[επεξεργασία]