διαιτολόγος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η διαιτολόγος οι διαιτολόγοι
      γενική του/της διαιτολόγου των διαιτολόγων
    αιτιατική τον/τη διαιτολόγο τους/τις διαιτολόγους
     κλητική διαιτολόγε διαιτολόγοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διαιτολόγος < δίαιτ(α) +-ο- + -λόγος, (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική diététicien

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

διαιτολόγος αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]