διαιτώμαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διαιτώμαι: παθητική φωνή του ρήματος διαιτώ < δίαιτα

Ρήμα[επεξεργασία]

διαιτώμαι

  1. ακολουθώ μια συγκεκριμένη δίαιτα, έναν καθορισμένο τρόπο ζωής και διατροφής
  2. τρέφομαι, διατρέφομαι
  3. ζω, διαβιώ

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]