διακαώς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διακαώς < επίθετο διακαής
Επίρρημα[επεξεργασία]
διακαώς
- (για συναίσθημα) πολύ έντονα
- οι πολιτικοί επιθυμούν διακαώς την εξουσία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διακαώς
|