διακοίνωση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διακοίνωση οι διακοινώσεις
      γενική της διακοίνωσης* των διακοινώσεων
    αιτιατική τη διακοίνωση τις διακοινώσεις
     κλητική διακοίνωση διακοινώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, διακοινώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διακοίνωση < (καθαρεύουσα) διακοίνωσις < διακοινώνω + -σις (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική communication και αγγλική note)
Η λέξη πρωτοχρησιμοποιήθηκε το 1848

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

διακοίνωση θηλυκό

  1. (λόγιο) επίσημο κυβερνητικό ή διπλωματικό έγγραφο, με το οποίο εκφράζεται ή γνωστοποιείται η επίσημη θέση για σημαντικά ζητήματα
  2. ρηματική διακοίνωση: (λόγιο) επίσημη αλλά προφορική διακοίνωση

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]