διακριτικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διακριτικά < διακριτικός
Επίρρημα[επεξεργασία]
διακριτικά
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη διακρίνω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διακριτικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
διακριτικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του διακριτικό