διακυβερνώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διακυβερνώ < αρχαία ελληνική διακυβερνάω / διακυβερνῶ < διά + κυβερνάω / κυβερνῶ

Ρήμα[επεξεργασία]

διακυβερνώ

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]