διακόπτω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διακόπτω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διακόπτω < δια- + κόπτω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ði̯aˈko.pto/ & /ðʝaˈko.pto/
παλιότερος συλλαβισμός: δι‐α‐κό‐πτω

Ρήμα[επεξεργασία]

διακόπτω, αόρ.: διέκοψα, παθ.φωνή: διακόπτομαι, μτχ.π.ε.: διακοπτόμενος, π.αόρ.: διακόπηκα, μτχ.π.π.: διακεκομμένος

  1. τερματίζω μόνιμα ή προσωρινά πράξεις ή καταστάσεις που βρίσκονται σε εξέλιξη
  2. (ειδικότερα) παρεμβαίνω σε μια συζήτηση και διαταράσσω την ομαλή διεξαγωγή της

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διακόπτω < δια- + κόπτω

ζητούμενο λήμμα

Πηγές[επεξεργασία]