διαλαλώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διαλαλώ < μεσαιωνική ελληνική < (ελληνιστική κοινή) διαλαλέω
Ρήμα[επεξεργασία]
διαλαλώ
- φωνάζω κάτι δυνατά ώστε να το μάθει όλος ο κόσμος