διαλείπων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διαλείπων η διαλείπουσα το διαλείπον
      γενική του διαλείποντος της διαλείπουσας
διαλειπούσης*
του διαλείποντος
    αιτιατική τον διαλείποντα τη διαλείπουσα το διαλείπον
     κλητική διαλείπων διαλείπουσα διαλείπον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διαλείποντες οι διαλείπουσες τα διαλείποντα
      γενική των διαλειπόντων των διαλειπουσών των διαλειπόντων
    αιτιατική τους διαλείποντες τις διαλείπουσες τα διαλείποντα
     κλητική διαλείποντες διαλείπουσες διαλείποντα
Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «απάδων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Σχεδιάγραμμα σύγκρισης αδιάλειπτων γραμμών (εκτιμητής Thiel-Sel ενός συνόλου δείγματος με μαύρο και με μπλε χρώμα η αδιάλειπτη γραμμή τυπικών ελαχίστων τετραγώνων) με διαλείπουσα γραμμή (πράσινη). Η διαλείπουσα γραμμή με πράσινο χρώμα υποδηλώνει τη δειγματοληψία χωρίς ακραία σημεία. Συνεπώς, ο εκτιμητής της μαύρης αδιάλειπτης γραμμής προκύπτει με αντικατάσταση κάποιων σημείων του δείγματος της πράσινης διαλείπουσας γραμμής με κάποια ακραία, αλλά όχι όλα. Έτσι, η μαύρη αδιάλειπτη γραμμή είναι πιο ακριβής από τη μπλε αδιάλειπτη γραμμή.

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διαλείπων, λόγια μετοχή ενεστώτα του ρήματος διαλείπω

Μετοχή[επεξεργασία]

διαλείπων, -ουσα, -ον

  • που εμφανίζει διακοπές ή εμφανίζεται με διαλείμματα, σποραδικά ή περιοδικά
    διαλείπον ρεύμα
    διαλείπουσα μνήμη
    διαλείπων πυρετός
    ※  Η γραία αφήκε κραυγήν θάμβους και φόβου· — Μπα!.... τ' είν αυτό, πουλάκι μ'; Εδείκνυε τα αραιά διαλείποντα οδόντια, και τα χάσματα των οφθαλμών του κρανίου. Η Ευανθία εκάλεσεν εις επικουρίαν όλην την ετοιμότητα του πνεύματός της (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Της δασκάλας τα μάτια)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ζητούμενο λήμμα