διαλειτουργικότητα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διαλειτουργικότητα οι διαλειτουργικότητες
      γενική της διαλειτουργικότητας των διαλειτουργικοτήτων
    αιτιατική τη διαλειτουργικότητα τις διαλειτουργικότητες
     κλητική διαλειτουργικότητα διαλειτουργικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διαλειτουργικότητα < δια + λειτουργικότητα ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική interoperability)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

διαλειτουργικότητα θηλυκό, μόνο στον ενικό

  • (πληροφορική) η ικανότητα πληροφοριακών συστημάτων που πιθανώς έχουν διαφορετικά λειτουργικά συστήματα και διαφορετικό υλικό να συνδέονται και να ανταλλάσσουν πληροφορίες συμμορφούμενα στην χρήση κάποιων κοινών προτύπων
    Με το νέο καθεστώς, κάθε διοικητική διαδικασία θα γίνεται από την αρχή έως το τέλος με ηλεκτρονικό τρόπο και για να επιτευχθεί αυτό πρωταρχικός στόχος είναι να εφαρμοστεί η λεγόμενη διαλειτουργικότητα μεταξύ των πληροφοριακών συστημάτων και μητρώων των διαφόρων φορέων. (εφημερίδα Τα Νέα, 5/1/2011)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]