διαλυτικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
διαλυτικό ουδέτερο
- υγρό που χρησιμεύει για να αραιώνουμε το βερνίκι, τη μπογιά, κ.α.
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
διαλυτικό
- αιτιατική ενικού του διαλυτικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του διαλυτικός