διανεμητής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διανεμητής < ελληνιστική κοινή διανεμητής < αρχαία ελληνική διανέμω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
διανεμητής αρσενικό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- διανεμητικός
- → δείτε τις λέξεις διανέμω και νέμω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διανεμητής
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ποιητής' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)