διανομή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | διανομή | οι | διανομές |
γενική | της | διανομής | των | διανομών |
αιτιατική | τη | διανομή | τις | διανομές |
κλητική | διανομή | διανομές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διανομή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διανομή < διανέμω < (διά) δια- + νέμω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ði̯a.noˈmi/ & /ðʝa.noˈmi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐α‐νο‐μή
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
διανομή θηλυκό
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διανέμω
- το μοίρασμα ενός ποσού (ή άλλου κινητού ή ακίνητου πράγματος σε δικαιούχους, αφού πρώτα χωριστεί σε μέρη
- (ταχυδρομείο) η παράδοση σε κάποιον κάποιου πράγματος
- (ειδικότερα) το μοίρασμα των ρόλων σε ηθοποιούς
- η μεταφορά και παράδοση κάποιου αγαθού (ηλεκτρισμός, νερό κ.λπ.) σε καταναλωτές
- (πληροφορική)
- (πληροφορική) distribution: η διαδικασία της απόκτησης λογισμικού (software) από τον τελικό-χρήστη (end-user), όπως μέσω καταστήματος, διαδικτύου, κλπ
- (λογισμικό) distribution, distro: ομάδα διαφορετικών συνεργαζόμενων προγραμμάτων (λογισμικό) που παραδίδονται στον τελικό χρήστη σαν πακέτο, όπως ένα λειτουργικό σύστημα που συνοδεύεται από πληθώρα άλλων προγραμμάτων (επεξεργαστές κειμένου, φυλλομετρητές, κλπ)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διανομή
πληροφορική, λογισμικό
Πηγές[επεξεργασία]
- διανομή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | διανομή | αἱ | διανομαί |
γενική | τῆς | διανομῆς | τῶν | διανομῶν |
δοτική | τῇ | διανομῇ | ταῖς | διανομαῖς |
αιτιατική | τὴν | διανομήν | τὰς | διανομᾱ́ς |
κλητική ὦ! | διανομή | διανομαί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | διανομᾱ́ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | διανομαῖν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
διανομή θηλυκό
Πηγές[επεξεργασία]
- διανομή - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- διανομή - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα δια- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Πληροφορική (νέα ελληνικά)
- Λογισμικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'ψυχή' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα δια- (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ζητούμενα λήμματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)