διαξιφισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
διαξιφισμός αρσενικό
- η ξιφομαχία, η ανταλλαγή χτυπημάτων με ξίφος
- (μεταφορικά) η ανταλλαγή επικριτικών υπαινιγμών, δηκτικών λόγων
- "στο δικαστήριο ο κατηγορούμενος κι ο κατήγορος αντάλλαξαν μεταξύ τους πολλούς διαξιφισμούς"
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διαξιφισμός
|