διαολεμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διαολεμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου διαολίζομαι
Μετοχή[επεξεργασία]
διαολεμένος, -η, -ο
- ο διαβολεμένος, ο πολύ έντονος και ενοχλητικός, ο αφόρητος, που τον εμπνεύει ο διάολος
- Εκανε ένα διαολεμένο κρύο -Μια διαοελεμένη ζέστη
- Αυτο το παιδί έχει διαολεμένο πείσμα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διαολεμένος
→ δείτε τη λέξη διαβολεμένος |