διαπερατότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διαπερατότητα < διαπερατ(ός) + -ότητα
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ði̯a.pe.ɾaˈto.ti.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δια‐πε‐ρα‐τό‐τη‐τα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
διαπερατότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του διαπερατού, το να είναι κάποιος διαπερατός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διαπερατότητα