διατίθημι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διατίθημι < διά + τίθημι

Ρήμα[επεξεργασία]

διατίθημι, μέση φωνή: διατίθεμαι

  • θέτω χωριστά, διευθετώ, τακτοποιώ, κυβερνώ, διαχειρίζομαι, διαθέτω

Συγγενικά[επεξεργασία]