διατρανώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διατρανώνω < (ελληνιστική κοινήδιατρανόω / διατρανῶ < διά + τρανόω / τρανῶ < τρανός < αρχαία ελληνική τρανής

Ρήμα[επεξεργασία]

διατρανώνω (παθητική φωνή: διατρανώνομαι)

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]