διαφημιστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διαφημιστικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
διαφημιστικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τη διαφήμιση
- διαφημιστικές καταχωρίσεις στον τύπο· διαφημιστικές πινακίδες στο δρόμο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διαφημιστικός
|