διαφθορείο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το διαφθορείο τα διαφθορεία
      γενική του διαφθορείου των διαφθορείων
    αιτιατική το διαφθορείο τα διαφθορεία
     κλητική διαφθορείο διαφθορεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διαφθορείο < διαφθορ(ευς) + -είο [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ði̯a.fθoˈɾi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι‐α‐φθο‐ρεί‐ο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

διαφθορείο ουδέτερο

  1. πορνείο ή άλλο αντίστοιχο μέρος, όπου κάποιοι εκδίδονται
  2. (κατ’ επέκταση) μέρος όπου κυριαρχεί η ανηθικότητα και οι θαμώνες μπορεί να διαφθαρούν

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]