διδακτορικό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το διδακτορικό τα διδακτορικά
      γενική του διδακτορικού των διδακτορικών
    αιτιατική το διδακτορικό τα διδακτορικά
     κλητική διδακτορικό διδακτορικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διδακτορικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου διδακτορικός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

διδακτορικό ουδέτερο

  1. η διδακτορική διατριβή
  2. το διδακτορικό δίπλωμα
     συνώνυμα: ντοκτορά

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

διδακτορικό