διδακτορικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διδακτορικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου διδακτορικός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
διδακτορικό ουδέτερο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
διδακτορικό
- αιτιατική ενικού του διδακτορικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του διδακτορικός