διδασκάλισσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διδασκάλισσα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική διδασκάλισσα. Συγχρονικά αναλύεται ως διδάσκαλος + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ði.ðaˈska.li.sa/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
διδασκάλισσα θηλυκό
- (επάγγελμα, λόγιο) θηλυκό του διδάσκαλος, η δασκάλα
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διδασκάλισσα
|
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διδασκάλισσα < διδάσκαλ(ος) + επίθημα θηλυκών -ισσα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
διδασκάλισσα θηλυκό
- (επάγγελμα) δασκάλα, διδασκάλισσα
- μαστόρισσα (δασκάλα στην τέχνη της)
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- διδασκάλισσα - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θάλασσα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ισσα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ισσα (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Ουσιαστικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Επαγγέλματα (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)