διεγερτικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διεγερτικός η διεγερτική το διεγερτικό
      γενική του διεγερτικού της διεγερτικής του διεγερτικού
    αιτιατική τον διεγερτικό τη διεγερτική το διεγερτικό
     κλητική διεγερτικέ διεγερτική διεγερτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διεγερτικοί οι διεγερτικές τα διεγερτικά
      γενική των διεγερτικών των διεγερτικών των διεγερτικών
    αιτιατική τους διεγερτικούς τις διεγερτικές τα διεγερτικά
     κλητική διεγερτικοί διεγερτικές διεγερτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διεγερτικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διεγερτικός < διεγείρω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  }< διά + ἐγείρω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₁ger- (σηκώνω, ωθώ)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ði.e.ʝeɾ.tiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι‐ε‐γερ‐τι‐κός

Επίθετο[επεξεργασία]

διεγερτικός, -ή, -ό

  1. που έχει σχέση με τη διέγερση, αναφέρεται σ’ αυτή ή συμβάλλει σ’ αυτή
  2. (ειδικότερα) που έχει σχέση με την σεξουαλική διέγερση, αναφέρεται σ’ αυτή ή συμβάλλει σ’ αυτή
     συνώνυμα: αφροδισιακός, ερεθιστικός, προκλητικός

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική διεγερτικός διεγερτική τὸ διεγερτικόν
      γενική τοῦ διεγερτικοῦ τῆς διεγερτικῆς τοῦ διεγερτικοῦ
      δοτική τῷ διεγερτικ τῇ διεγερτικ τῷ διεγερτικ
    αιτιατική τὸν διεγερτικόν τὴν διεγερτικήν τὸ διεγερτικόν
     κλητική ! διεγερτικέ διεγερτική διεγερτικόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ διεγερτικοί αἱ διεγερτικαί τὰ διεγερτικᾰ́
      γενική τῶν διεγερτικῶν τῶν διεγερτικῶν τῶν διεγερτικῶν
      δοτική τοῖς διεγερτικοῖς ταῖς διεγερτικαῖς τοῖς διεγερτικοῖς
    αιτιατική τοὺς διεγερτικούς τὰς διεγερτικᾱ́ς τὰ διεγερτικᾰ́
     κλητική ! διεγερτικοί διεγερτικαί διεγερτικᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ διεγερτικώ τὼ διεγερτικᾱ́ τὼ διεγερτικώ
      γεν-δοτ τοῖν διεγερτικοῖν τοῖν διεγερτικαῖν τοῖν διεγερτικοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Επίθετο[επεξεργασία]

διεγερτικός, -ή, -όν

Πηγές[επεξεργασία]