δικαιολόγηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | δικαιολόγηση | οι | δικαιολογήσεις |
γενική | της | δικαιολόγησης* | των | δικαιολογήσεων |
αιτιατική | τη | δικαιολόγηση | τις | δικαιολογήσεις |
κλητική | δικαιολόγηση | δικαιολογήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, δικαιολογήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δικαιολόγηση < δικαιολογώ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δικαιολόγηση θηλυκό
- η ενέργεια του δικαιολογώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δικαιολόγηση