δικαστικός επιμελητής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δικαστικός επιμελητής < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δικαστικός επιμελητής αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) άμισθος δημόσιος υπάλληλος που αναλαμβάνει τη μεταφορά και παράδοση δικαστικών εγγράφων και την εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων που αφορούν κυρίως σε κατασχέσεις ή αποβολή από ακίνητα· δρα ως ελεύθερος επαγγελματίας και πληρώνεται για τις υπηρεσίες του από τους πολίτες που τον επιλέγουν
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δικαστικός επιμελητής