δικινητήριος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δικινητήριος η δικινητήρια το δικινητήριο
      γενική του δικινητήριου της δικινητήριας του δικινητήριου
    αιτιατική τον δικινητήριο τη δικινητήρια το δικινητήριο
     κλητική δικινητήριε δικινητήρια δικινητήριο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δικινητήριοι οι δικινητήριες τα δικινητήρια
      γενική των δικινητήριων των δικινητήριων των δικινητήριων
    αιτιατική τους δικινητήριους τις δικινητήριες τα δικινητήρια
     κλητική δικινητήριοι δικινητήριες δικινητήρια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δικινητήριος < δι- + κινητήρας

Επίθετο[επεξεργασία]

δικινητήριος, -α, -ο

  1. (γενικότερα) αυτός που φέρει ή λειτουργεί με δύο κινητήρες
  2. (ειδικότερα) που έχει έναν κινητήρα σε κάθε πλευρά, ή και τους δύο κατά μήκος
    δικινητήριο αεροσκάφος, δικινητήριο ελικόπτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]