δικόγραφο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | δικόγραφο | τα | δικόγραφα |
γενική | του | δικόγραφου & δικογράφου |
των | δικόγραφων & δικογράφων |
αιτιατική | το | δικόγραφο | τα | δικόγραφα |
κλητική | δικόγραφο | δικόγραφα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δικόγραφο ουδέτερο
Συγγενικά[επεξεργασία]
- δικογραφία
- → δείτε τις λέξεις δίκη και γράφω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δικόγραφο
|