διμεταλλικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διμεταλλικός < δι- + μέταλλο + -ικός
- διμεταλλικός < διμεταλλισμός + -ικός ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική bimetallique[1])
Επίθετο[επεξεργασία]
διμεταλλικός
- που αποτελείται από δύο διαφορετικά, και διακριτά μεταξύ τους, μέταλλα
- το νόμισμα του ενός ευρώ είναι διμεταλλικό
- διμεταλλικά ελάσματα χρησιμοποιούνται σε ηλεκτρονόμους που ενεργοποιούν συστήματα ανάλογα με τη θερμοκρασία του περιβάλλοντος
- (οικονομία) που αναφέρεται ή ανήκει στον διμεταλλισμό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διμεταλλικός
- ↑ διμεταλλικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα δι- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ικός (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Οικονομία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)