διογκώνομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διογκώνομαι < παθητική φωνή του ρήματος διογκώνω

Ρήμα[επεξεργασία]

διογκώνομαι

  1. αυξάνομαι σε όγκο
     συνώνυμα: εξογκώνομαι, φουσκώνω
  2. αυξάνομαι σε ένταση
  3. αυξάνομαι σε επιφάνεια, σε έκταση
     συνώνυμα: επεκτείνομαι

Ταυτόσημο[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]