διορθωτικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
διορθωτικό ουδέτερο
- λευκό υγρό που επικαλύπτει τα λάθη πάνω σε ένα γραπτό και όταν στεγνώνει μπορείς να γράψεις πάνω του
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διορθωτικό
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
διορθωτικό
- αιτιατική ενικού του διορθωτικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του διορθωτικός