δισέγγονο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το δισέγγονο τα δισέγγονα
      γενική του δισέγγονου των δισέγγονων
    αιτιατική το δισέγγονο τα δισέγγονα
     κλητική δισέγγονο δισέγγονα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δισέγγονο < δισ- (δις) + εγγόν(ι) + -ο

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ðiˈseŋ.ɡo.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι‐σέγ‐γο‐νο
παλιότερος συλλαβισμός: δισ‐έγ‐γο‐νο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

δισέγγονο ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]